γεγονότος

γεγονότος
γίγνομαι
come into a new state of being
perf part act masc/neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • αίρεση — Αρχικά ο όρος α. είχε φιλοσοφική και πολιτική σημασία και σήμαινε την προτίμηση που μπορούσε να έχει κανείς για μια ορισμένη φιλοσοφική διδασκαλία. Στη συνέχεια χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει μια φιλοσοφική σχολή, μια ομάδα ή κόμμα πολιτικό,… …   Dictionary of Greek

  • γεγονός — Είναι η πράξη, το συμβάν, επίσης η πραγματικότητα, η αλήθεια. (Φυσ.) Θεμελιώδης έννοια της φυσικής. Ένα γ. καθορίζεται όχι μόνο από τη θέση αλλά και από τον χρόνο που συνέβη. Μερικά παραδείγματα γ. είναι η εκπομπή σωματίων ή φωτεινών λάμψεων… …   Dictionary of Greek

  • μνήμη — Όρος που υποδηλώνει τη χαρακτηριστική ιδιότητα του ανθρώπου και των ζώων να διατηρούν ίχνη (παραστάσεις) των εμπειριών τους. Γι’ αυτό η μ. εμπλέκεται στη διαδικασία της μάθησης. Η δραστηριότητα της μ. εξελίσσεται σε φάσεις που διαδέχονται η μια… …   Dictionary of Greek

  • τεκμήριο — Όρος που δηλώνει στη νομική γλώσσα τη λογική κρίση κατά την οποία ξεκινώντας από ένα γνωστό γεγονός, δεχόμαστε την ύπαρξη ενός άγνωστου γεγονότος. Τα τ. διακρίνονται σε νόμιμα και δικαστικά: στα πρώτα η λογική επαγωγή προκαθορίζεται από τον ίδιο… …   Dictionary of Greek

  • Λάιμπνιτς, Γκότφριντ Βίλχελμ — (Gotfride Wilhelm Leibniz, Λειψία 1646 – Ανόβερο 1716). Γερμανός φιλόσοφος και μαθηματικός. Προερχόμενος από οικογένεια με υψηλές πνευματικές παραδόσεις (ο πατέρας και ο παππούς του υπήρξαν καθηγητές της νομικής στο πανεπιστήμιο της Λειψίας),… …   Dictionary of Greek

  • άτομο — Στοιχείο της φύσης που η επισήμανσή του σχετίζεται με την ιδέα του αδιαίρετου της ύλης. Ά. είναι το μικρότερο μέρος ενός στοιχείου, το οποίο διατηρεί τις ιδιότητές του και μένει αμετάβλητο στις συνήθεις χημικές αντιδράσεις. Ετυμολογικά ο όρος ά.… …   Dictionary of Greek

  • αναχρονισμός — Η αναφορά ενός γεγονότος, όχι στον σωστό του χρόνο, αλλά σε άλλον. Αυτό γίνεται επίτηδες, για την εξυπηρέτηση κάποιου συγκεκριμένουσκοπού. Όταν π.χ. πούμε «Έρχομαι από τα Γιάννενα όπου ο Αλή πασάς κυβερνούσε τυραννικά» κάνουμε α., γιατί από το… …   Dictionary of Greek

  • βεβαίωση — Η δήλωση ενός προσώπου ή μιας αρχής για την ύπαρξη ή ανυπαρξία μιας κατάστασης ή ενός γεγονότος. Ενδιαφέρει το δίκαιο από πολλές απόψεις και αναφέρεται πολύ συχνά στους νόμους, ως αναγκαία προϋπόθεση για τη δημιουργία ή τη μεταβολή μιας έννομης… …   Dictionary of Greek

  • διόραση — Όρος που χαρακτηρίζει όλα τα φαινόμενα τα οποία συντελούνται χωρίς τη μεσολάβηση των αισθήσεων και τα οποία εκδηλώνονται χωρίς το νοούν υποκείμενο να δέχεται τη δράση συνειδητών ή μη ενεργειών που προέρχονται από άλλα πρόσωπα. Η δ., η οποία… …   Dictionary of Greek

  • δυσφήμηση — Νομικός όρος που αναφέρεται στη διάδοση μιας πληροφορίας που μπορεί να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη ενός άλλου προσώπου. Σύμφωνα με τον Ποινικό Κώδικα, η δ. αποτελεί αξιόποινο αδίκημα που τιμωρείται με φυλάκιση ή με χρηματική ποινή ή και με τις… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”